μόλεμα

μόλεμα
το (Μ μόλεμα) [μολεύω]
1. μίανση, μόλυνση, μόλυσμα
2. ρύπανση, λέρωμα
μσν.
λοιμός, επιδημία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μόλεμα — το, ατος η μόλυνση, το μόλυσμα: Με τόσα σκουπίδια που μαζεύτηκαν δε θα αποφύγουμε τα μολέματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μόλυσμα — το (ΑΜ Α και μόλυμμα, μόλυσμα) [μολύνω] νεοελλ. 1. καθετί με το οποίο μολύνεται κάποιος, νοσογόνο μικρόβιο, μεταδοτική νόσος κ.λπ. 2. (φυτοπαθολ.) ο παράγοντας πρόκλησης μιας παρασιτικής ασθένειας μσν. αρχ. μίασμα, κηλίδα, ακαθαρσία, μόλεμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”